μονιμοποίηση

μονιμοποίηση
η
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μονιμοποιώ, σταθεροποίηση, παγίωση («αναμένεται η μονιμοποίηση τών έκτακτων υπαλλήλων»)
2. ιατρ. η σταθεροποίηση με τη βοήθεια χημικών ουσιών, όπως είναι το οινόπνευμα και τα διαλύματα φορμόλης, ενός παρασκευάσματος κυττάρων ή ιστών, ώστε να διατηρηθεί αναλλοίωτο, για να είναι δυνατή η αναγνώρισή του από εκείνον που τό εξετάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονιμοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μονιμοποίηση — η το να γίνει κάποιος ή κάτι μόνιμο: Η μονιμοποίηση των συμβασιούχων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς …   Dictionary of Greek

  • τιμάριθμος — Αριθμητικός δείκτης που εμφανίζει τις διακυμάνσεις των τιμών των ειδών σε ορισμένη χρονική περίοδο και σε σύγκριση με το επίπεδο τιμών της περιόδου που έχουμε πάρει ως βάση. Ο τ. περιλαμβάνει τις τιμές ορισμένων προϊόντων. Για να τον καταρτίσουν …   Dictionary of Greek

  • αποκλίσεις, βιολογικές — Με την ευρεία έννοια, β.α. θεωρούνται όλες οι ανωμαλίες που εμφανίζονται στους οργανισμούς και αφορούν τις μορφολογικές έμφυτες εκτροπές από τους θεμελιώδεις χαρακτήρες τους. Β.α. μπορεί να εμφανιστούν σε ένα όργανο ή σε μια λειτουργία ενός… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • διάταγμα — το έγγραφο του κράτους που διατάζει την εφαρμογή ή την ερμηνεία ενός νόμου: Εκδόθηκε προεδρικό διάταγμα για τη μονιμοποίηση των συμβασιούχων του δημοσίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”